16/12/13

Ποίηση Παρασκευής-Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013, και όχι την Παρασκευή λόγω του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου, στο πλαίσιο της "Ποίησης Παρασκευής", μαθητές της α' γυμνασίου απήγγειλαν ποίηση του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ακολουθεί μικρό βιογραφικό σημείωμα και τα ποιήματα που απήγγειλαν οι μαθητές. 
Σύντομο βιογραφικό

Ο Ισπανός ποιητής, δραματικός συγγραφέας αλλά και ταλαντούχος μουσικός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε το 1898. Ήταν γιος αγρότη και δασκάλας πιάνου. Μετά από πιέσεις του πατέρα του γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποία όμως εγκατέλειψε σύντομα για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. Το 1936 συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων που εξεγέρθηκαν κατά του φασισμού, ο οποίος είχε αρχίσει να γιγαντώνεται σε όλη την Ευρώπη. Οι ποιητές της νεότερης γενιάς συσπειρώθηκαν γύρω από τον ποιητή. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ισπανών εθνικιστών υπό την καθοδήγηση του φασίστα στρατηγού Φράνκο και των δυνάμεων της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Στις 19 Αυγούστου του 1936 ένα εκτελεστικό απόσπασμα 12 ατόμων δολοφόνησε τον ποιητή. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ. Έτσι έσβησε η ζωή του μεγαλύτερου Ισπανού ποιητή του 20ου αιώνα…



ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΙΕΘ ΜΕΧΙΑΣ

Το χτύπημα κι ο θάνατος
Πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει. 
Φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα 
πέντε η ώρα που βραδιάζει.

Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Κι η σάρκα μ’ ένα κέρατο θλιμμένο 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Βουβοί σύντροφοι στ’ άχαρα σοκάκια 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν 
πέντε η ώρα που βραδιάζει, 
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο 
πέντε η ώρα που βραδιάζει, 
τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος 
πέντε η ώρα που βραδιάζει. 
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.

Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπο του ο ταύρος μουκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα 
ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό 
βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει, 
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.

Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια.
Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.

             
Ψυχή φευγάτη
Δε σε γνωρίζει ο ταύρος κι η συκιά
τ' άλογα, τα μυρμήγκια του σπιτιού σου,
δε σε γνωρίζει η νύχτα και τ' αγόρι,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Δε σε γνωρίζει η πέτρα η πλαγιασμένη,
το μαύρο ατλάζι μέσα του που λιώνεις,
δε σε γνωρίζει η μνήμη σου η σβησμένη,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Χινόπωρο θα 'ρθεί με σαλιγκάρια,
σταφύλια ομίχλης, όρη αγκαλιασμένα,
όμως κανείς δε θα σε ιδεί στα μάτια,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα,
σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη Γη,
σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβαγμένοι.

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι' αυτούς που θα 'ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου.
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών του.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου.

Χρόνια θ' αργήσει να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του,
τέτοιος καθάριος, ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιάνος
Την αρχοντιά του τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι έν' αεράκι οπού 'κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.





Το σκόρπιο αίμα  (απόσπασμα)

Δεν είχεν άρχοντα η Σεβίλλια
Μπροστά του για να παραβγεί
Ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
Ούτε καρδιά να'ν' τόσο αληθινή
Σαν ποταμός από λιοντάρια
Η ξακουσμένη του αντρειοσύνη
Και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
Η στοχασιά του η μετρημένη
Φως χρυσαφένιο είχε μιας Ρώμης
Ανδαλουσιάνικης στο μάτι
Και το χαμόγελό του νάρδος
Από σπιρτάδα κι απ' αλάτι
Τι ταυρομάχος στην αρένα!
Τι βράχος πάνω στα βουνά!
Τι απαλός με τ'άγρια στάχυα!
Τι δυνατός με τα σπιρούνια!
Τι τρυφερός με την δροσιά!
Τι λαμπερός στα πανηγύρια!
Τι τρομερός με τις στερνές
Του σκοταδιού τις μπαντερίλιες!

Τώρα για πάντα πια κοιμάται
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
Με δάχτυλα που δε λαθεύουν
Το άνθος ανοίγουν του μυαλού του
Και το τραγουδιστό του αίμα
Κυλάει σε βάλτους και λιβάδια
Γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων
Άψυχο στέκει στην ομίχλη
Σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια
Σα μια πλατειά μια λυπημένη
Μια σκοτεινή γλώσσα ώσπου τέλμα
Να γίνει από αγωνία πλάι
Στον Γκουαδαλκιβίρ των άστρων
Της Ισπανίας ω άσπρε τοίχε!
Κι εσύ του πόνου ω μαύρε ταύρε!
Αίμα του Ιγνάθιο παγωμένο!
Αηδόνι στην καρδιά του μέσα
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!
Δεν είναι ανθός να το χωρέσει
Και χελιδόνια να το πιούνε
Πάχνη αστεριών να το κρυώσει
Τραγούδι και κρινοπλημμύρα
Και κρύσταλλο να το ασημώσει
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!



 Σώμα στην πέτρα

Η πέτρα είναι ένα μέτωπο μ' όνειρα που στενάζουν
μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια.
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώσει
με δένδρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες.

Είδα βροχές, σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια,
να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα.

Γιατί η πέτρα είν’ ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη,
σε σκελετούς κορυδαλλών και σ'αμφιλύκης λύκους,
μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους.

Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο ο καλογεννημένος.
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι.

Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ' άδειο του στόμα μπαίνει.
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ' τα κούφια στήθη,
και ποτισμένος ο Έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια.

Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σα μπόχα βασιλεύει.
Μπροστά μας είν’ ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο,
μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ' άκρη σ'άκρη.

Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια.
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει, κανείς εδώ δεν κλαίει,
κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να'χω,
να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θα'βρει.

Τους άνδρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια,
που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε,
που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα.

Εδώ να ’ρθούν να τους ιδώ. Μπροστά σ'αυτή την πέτρα.
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια.
Εδώ να ’ρθούνε να μου ειπούν ποιος δρόμος τώρα μένει
για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει.

Θέλω ένα θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες,
μακριά να πάρει το κορμί τού Ιγνάθιο, ώσπου να σβήσει
χωρίς ν'ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου